-
1 ордер
-
2 деливери-ордер
фин. η διατακτική, η εντολή της παράδοσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деливери-ордер
-
3 ордер
ордерм1. офиц., фин. ἡ διατακτική / τό Ενταλμα (на арест):кассовый \ордер τό ἔνταλμα πληρωμής·2. архит. см. орден 3. -
4 аттестат
-а α.1. ενδεικτικό εκπαιδευτικού ιδρύματος•аттестат зрелости απολυτήριο δεκαταζίου σχολείου (γυμνασίου).
2. ενδεικτικό, πιστοποιητικό.3. διατακτική.4. πιστοποιητικό κυριότητας ζώου. -
5 наряд
-
6 нарядный
-
7 ярлык
-а α.1. παλ. διάταγμα των χάνων Μογγόλων.2. παλ. διατακτική.3. ετικέτα.4. χαρακτηρισμός.
См. также в других словарях:
διατακτική — η έγγραφο με το οποίο επιτρέπεται στον παραλήπτη να εισπράξει, να παραλάβει ή να αποθηκεύσει κάτι: Ο καταστηματάρχης υπέγραψε διατακτική στον πελάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek
διατακτικός — ή, ό (AM διατακτικός, ή, όν) ο κατάλληλος για διάταξη, διευθέτηση νεοελλ. 1. αυτός που σχετίζεται με διάταγμα ή διαταγή 2. το θηλ. ως ουσ. η διατακτική έγγραφο ειδικού τύπου με το οποίο δίνεται άδεια εισπράξεως, παραλαβής, αποθήκευσης κ.λπ. 3. το … Dictionary of Greek